- άλυπος
- η , ο [ος , ον ]1) не вызывающий жалости; 2) беспечальный; беззаботный; беспечный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἄλυπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυπος — (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420 380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των… … Dictionary of Greek
άλυπος — η, ο αυτός που δεν υπόφερε λύπες: Ως τα γηρατειά έζησε άλυπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄλυπος — ἄλῡπος , ἄλυπος without pain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύπω — Ἄλυπος masc nom/voc/acc dual Ἄλυπος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύποις — Ἄλυπος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύπου — Ἄλυπος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύπους — Ἄλυπος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύπων — Ἄλυπος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύπως — Ἄλυπος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλύπῳ — Ἄλυπος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)